- φασανάριος
- ὁ, Αβλ. φασιανάριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φασιανάριος — και φασανάριος, ὁ, Α αυτός που εκτρέφει φασιανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phasianarius < phasianus < φασιανός. Η γρφ. φασανάριος προήλθε από μια προφορά τού τ. ως φασyα στη γρήγορη εκφορά τού λόγου] … Dictionary of Greek